όζος

όζος
(I)
ο (Α ὄζος και αιολ. τ. ὔσδος)
1. το σημείο τού στελέχους τού φυτού από όπου εκφύεται το φύλλο ή το κλαδί, αλλ. κόμβος, γόνατο
2. κλαδί, κλωνάρι, βλαστός
3. άγονος οφθαλμός ή κόμβος, οφθαλμός φυτού ο οποίος δεν βλάστησε («τυφλοὶ ὄζοι», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. σκληρό όγκωμα τού δέρματος που αναπτύσσεται στα πόδια ή στα χέρια, κάλος, τύλος
2. σκληρό τμήμα πάνω στο ξύλο, ρόζος
3. ιατρ. μεγάλο οζίδιο
4. κηκίδα, οίδημα που σχηματίζεται πάνω σε φυτό από τα έντομα και χρησιμεύει για την εναπόθεση τών αβγών τους μέσα σε αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄζος (< *o-zd-os) είναι συνθ. με α' συνθετικό -* (ΙΙ) και β' συνθετικό τη μηδενισμένη βαθμίδα *sd- της ΙΕ ρίζας *sed- πρβλ. έζομαι*, έδρα, ιδρύω*). Η λ. συνδέεται με αρμ. ost, -oy, γοτθ. asts, αρχ. άνω γερμ. ast, αγγλοσαξ. ōst. Η σύνδεση της λ., εξάλλου, με λατ. nidus «φωλιά» (< *ni-zdo-), αν και φαίνεται πιθανή από μορφολογική άποψη, γεννά εν τούτοις σημασιολογικά προβλήματα (βλ. και όζος II). Ο αιολ. τ. ὔσδος εμφανίζει φωνήεν -υ-, προϊόν δυσερμήνευτων φωνητικών εξελίξεων].
————————
(II)
ὄζος, ὁ (Α)
(ως προσωνυμία ανδρείων πολεμιστών) γόνος, βλαστάρι («Ἐλεφήνωρ ὄζος Ἄρηος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄζος με σημ. «γόνος, βλαστάρι» πρέπει να αποτελεί μεταφορική χρήση τού ὄζος (Ι) «κλαδί, βλαστός» (βλ. λ. όζος [Ι] και άοζος [Ι])].
————————
(III)
ὄζος, ὁ (Α)
(κρητ.τ.) βλ. όσος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὄζος — bough masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπριτσ(ι)όζος — α, ικο ο καπριτσιόζικος, ο πεισματάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capriccioso < capra «κατσίκι, τρελοκάτσικο»] …   Dictionary of Greek

  • ὄζω — ὄζος bough masc nom/voc/acc dual ὄζος bough masc gen sg (doric aeolic) ὄζω smell pres subj act 1st sg ὄζω smell pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄσδω — ὄζος bough masc nom/voc/acc dual (aeolic) ὄζος bough masc gen sg (doric aeolic) ὄζω smell pres subj act 1st sg (doric) ὄζω smell pres ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄζοι — ὄζος bough masc nom/voc pl ὄζοῑ , ὄζω smell pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄζοις — ὄζος bough masc dat pl ὄζω smell pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄζοισι — ὄζος bough masc dat pl (epic ionic aeolic) ὄζω smell pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) ὄζω smell pres ind act 3rd pl (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄζοισιν — ὄζος bough masc dat pl (epic ionic aeolic) ὄζω smell pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) ὄζω smell pres ind act 3rd pl (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄζον — ὄζος bough masc acc sg ὄζω smell pres part act masc voc sg ὄζω smell pres part act neut nom/voc/acc sg ὄζω smell imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὄζω smell imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄζου — ὄζος bough masc gen sg ὄζω smell pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ὄζω smell imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”